- ξειναπάτης
- ξεινᾰπάτης, [full] ξείνη, [full] ξείνηθεν, [dialect] Ion. for ξεν-.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ξειναπάτης — ξειναπάτης, ὁ (Α) ιων. τ. βλ. ξεναπάτης … Dictionary of Greek
ξεναπάτης — ξεναπάτης, ποιητ. τ. ξειναπάτης, ὁ (Α) 1. αυτός που εξαπατά τους ξένους 2. αυτός που προδίδει εκείνον που τόν φιλοξενεί 3. απατηλός άνεμος που πνέει στο λιμάνι, ενώ στο ανοιχτό πέλαγος πνέει άλλος άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος / ξεῖνος + απάτης… … Dictionary of Greek